- ὀρέξεων
- ὀρέξεω̆ν , ὄρεξιςappetencyfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυνικός — ή, ό (AM κυνικός, ή, όν) [κύων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε σκύλο ή μοιάζει με σκύλο («τὸ κυνικὸν καὶ θηριῶδες τῶν ὀρέξεων κατέχειν», Πλούτ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον αστερισμό τού Κυνός («κυνικά καύματα») 3. αυτός που… … Dictionary of Greek
μεσοχείμωνο — και μισοχείμωνο (Μ μεσοχείμωνον) το μέσο τού χειμώνα νεοελλ. 1. (στον πληθ. ως επίρρ.) μεσοχείμωνα στα μέσα τού χειμώνα 2. παροιμ. «η γριά το μεσοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» λέγεται στις περιπτώσεις άκαιρων ορέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * +… … Dictionary of Greek
πεντάλφα — Λέγεται και πεντάγραμμα και πεντάκτινος αστέρας. Η π. είναι το σύμβολο του μικρόκοσμου της ζωής στην εξελικτική του έννοια, της ένωσης του πνεύματος με την ύλη και την ένωση της ψυχής με το σώμα. Αν όμως η π. ανατραπεί με στροφή της πάνω ακτίνας… … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek